διάκενος

διάκενος
-η, -ο (AM διάκενος, -ον) [κενός]
1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος
2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους
3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν)
κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. διάκενο
το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο οποίο η μαγνητική ροή δεν κυκλοφορεί μέσα στον σίδηρο
αρχ.
1. ανώφελος, μάταιος
2. αραιός, πορώδης
3. ισχνός, λεπτός
4. (για πρόσωπα) κενόδοξος, ματαιόδοξος
5. άτονος, αδύνατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάκενος — empty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκενος — η, ο 1. αυτός που έχει σχετικά μικρά, κενά ενδιάμεσα διαστήματα. 2. το ουδ. ως ουσ., διάκενο το σχετικά μικρό, ενδιάμεσο κενό διάστημα: Τα διάκενα ανάμεσα στα τούβλα γεμίζονται με τσιμέντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακένως — διάκενος empty adverbial διάκενος empty masc/fem acc pl (doric) διακενόω empty outright imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκενον — διάκενος empty masc/fem acc sg διάκενος empty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένοις — διάκενος empty masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένου — διάκενος empty masc/fem/neut gen sg διακενόω empty outright pres imperat act 2nd sg διακενόω empty outright imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένους — διάκενος empty masc/fem acc pl διακενόω empty outright imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένων — διάκενος empty masc/fem/neut gen pl διακενόω empty outright imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) διακενόω empty outright imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένῳ — διάκενος empty masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκενα — διάκενος empty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”